δενδρόβιος

δενδρόβιος
ος , ον обитающий на деревьях

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δενδρόβιος" в других словарях:

  • δενδρόβιος — δενδρόβιος, α, ο 1. (για διάφορα είδη ζώων) αυτός που ζει πάνω στα δένδρα 2. το ουδ. ως ουσ. γένος ορχεοειδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + βιος < βίος] …   Dictionary of Greek

  • δενδρόβιος — α, ο αυτός που ζει επάνω στα δέντρα: Κάποια είδη πιθήκων είναι δενδρόβια ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δενδροβάτης — ο (Α δενδροβάτης) αυτός που σκαρφαλώνει στα δένδρα νεοελλ. δενδρόβιος βάτραχος τής Νότιας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + βάτης*] …   Dictionary of Greek

  • πτιλόκερκος — ο, Ν ζωολ. δενδρόβιος πίθηκος τής νοτιοανατολικής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptilocercus < πτίλον «πούπουλο» + κέρκος «ουρά»] …   Dictionary of Greek

  • ρυγχοπίθηκος — (nasalis). Γένος στενόρρινων πιθήκων στο οποίο ανήκα μόνο το είδος ρ. o μορμωτός. Το χρώμα του πιθήκου αυτού είναι καστανοκόκκινο ή κιτρινοκόκκινο. Έχει μήκος 70 εκ. και η μύτη του έχει σχήμα προβοσκίδας. Ζει ομαδικά μέσα στα δάση του Βόρνεο,… …   Dictionary of Greek

  • τσίχλα — (turdus). Ωδικό πτηνό της οικογένειας των τουρδιδών. Το πτηνό αυτό έχει μέσο μήκος 23 εκ. μαζί με την ουρά (9 εκ.). Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλες ασιατικές περιοχές περίπου μεταξύ 60° και 40° βόρειου πλάτους. Διαχειμάζει στη βόρεια Αφρική και… …   Dictionary of Greek

  • παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»